-
1 незаконный
επ., βρ: -онен, -онна, -онно; παράνομος, έκνομος, άνομος, εκτός νόμουнезаконныйые действия παράνομες ενέργειες•-ое лишение свободы παράνομη στέρηση της ελευθερίας.
|| αντικανονικός νεφάριος• νόθος•незаконный брак παράνομος γάμος•
незаконный ребёнок νόθο τέκνο.
|| ανώμαλος, μη σωστός, αυθαίρετος, παρά τα καθιερωμένα. -
2 акт
1. (документ) το πιστοποιητικό, το δελτίο, ο απολογισμός, το πρωτόκολλοаварийный мор. - επιθεώρησης (κατόπιν βλάβης)2. (действие, явление) η πράξη, η ενέργειαполовой - анат. η συνουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акт
-
3 договор
η συμφωνί/α, το συμβόλαιο, το συμφωνητικό, (между государствами) η συνθήκη- на основе взаимности αμοι-βαία/αμφοτεροβαρής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > договор